- μυσαί
- μυσήfem nom/voc plμυσόςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύσαι — μύω close aor imperat mid 2nd sg μύω close aor inf act μύσαῑ , μύω close aor opt act 3rd sg μύζω make the sound aor imperat mid 2nd sg μύζω make the sound aor inf act μύσαῑ , μύζω make the sound aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῦσαι — μύω close aor inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύω — (Α) 1. (μτβ.) κλείνω («ὕπνος ἔμυσε κόρας», Ανθ. Παλ.) 2. (αμτβ.) (για ανθρώπους και ζώα) κλείνω τα μάτια ή τα χείλια («μύω τε καὶ δέδορκα», Σοφ.) 3. (για τα μάτια, το στόμα ή άλλο συστελλόμενο άνοιγμα) είμαι κλειστός, κλείνω, κλείνομαι 4. (για… … Dictionary of Greek
ἄμυσαι — ἄ̱μυσαι , ἀμύνω keep off perf ind mp 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)